- ηλεκτρόπληκτος
- -η, -ο1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο-* + -πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ-πληκτος, φαντασιό-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.